- παναγορία
- παναγορία, ἡ (Α)πανήγυρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + συνεσταλμένη βαθμ. αγορ- τού ἀγείρω (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -ορ- στην αιολική - αρκαδική διάλ., πρβλ. Ησύχ.: μβροτός και ἄγορριςἀγορά, + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.